κρόταφον

κρόταφον
κρόταφος
side of the forehead
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάγραφος — η, ο (AM κατάγραφος, ον) [καταγράφω] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάγραφα ζωγραφικές αναπαραστάσεις «κατά κρόταφον», προφίλ ή επιβραχύνσεις τών σωμάτων ή τών μελών μσν. αρχ. ο ζωγραφισμένος αρχ. 1. ο κατάγραπτος, ο ραβδωτός 2. ζωγραφισμένος σε… …   Dictionary of Greek

  • κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”